-
1 καινοω
1) обновлять, изменять2) впервые вводить в употребление, торжественно открывать(οἴκημα ὑπόγαιον Her.)
-
2 ὑπόγειος
A underground, subterraneous,οἴκημα ὑπόγαιον Hdt.2.100
, 148 (vv.ll. -γεον, -γεα) mines,Id.
4.200 (v.l. -γεα) ; ὑπογαίου (v.l. -γείου)βροντῆς A. Fr.57.10
(anap.);ὑπόγειον ὕδωρ Gp.2.6.33
;ὑ. οἶνος
stored in a cellar,Gal.
19.95.II ὑπόγειον or -γαιον, τό, an underground chamber, Plu.2.770e, Hdn.1.15.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόγειος
См. также в других словарях:
υπόγειος — α, ο / ὑπόγειος, ον, ΝΜΑ και ὑπόγαιος, και ὑπόγεως, ων, Α 1. αυτός που βρίσκεται ή που γίνεται κάτω από το έδαφος, κάτω από την επιφάνεια τής Γης (α. «υπόγεια έκρηξη» β. «υπόγεια κρύπτη» γ. «ὑπόγειος βροντή», Αισχύλ. δ. «ὑπόγαιον οἴκημα», Ηρόδ.)… … Dictionary of Greek